δικαστικώς

δικαστικώς
по  cудcки  пат

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δικαστικῶς — δικαστικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανασπώ — ἀνασπῶ ( άω) (AM) έλκω προς τα πάνω, ανασύρω μσν. 1. διεκδικώ, ζητώ δικαστικώς να αποκτήσω κάτι 2. επιτυγχάνω κάτι δικαστικώς 3. μέσ. α) απομακρύνομαι β) προέρχομαι αρχ. 1. παίρνω με τη βία, αρπάζω 2. (για πλοία) σύρω στην ξηρά 3. τραβώ, ξεριζώνω …   Dictionary of Greek

  • αγώγιμος — η, ο (Α ἀγώγιμος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή) 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός …   Dictionary of Greek

  • ανέγκλητος — η, ο (AM ἀνέγκλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, άμεμπτος, άψογος νεοελλ. (για πράξη) μη αξιόποινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγκαλώ «απαιτώ δικαστικώς, μηνύω»] …   Dictionary of Greek

  • ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… …   Dictionary of Greek

  • διαδικάζω — (Α) 1. ως δικαστής εκφέρω κρίση σε κάποια υπόθεση 2. (με αιτ. πράγματος) συμβιβάζω 3. (στην Αθήνα για ναυτικές υποθέσεις) ενεργώ έρευνα ή ανακρίσεις 4. μέσ. διαφιλονικώ δικαστικώς, έρχομαι σε αντιδικία προς κάποιον 5. υποβάλλω σε δίκη τον εαυτό… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • καρπιστεία — και καρπιστία, ἡ (Α) [καρπίζω (II)] η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση …   Dictionary of Greek

  • κατηγορώ — και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, έω) [κατήγορος] 1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τόν κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν… …   Dictionary of Greek

  • νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …   Dictionary of Greek

  • νομικός — ή, ό, θηλ. και ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, ή, όν) [νόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.) 2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”